- μοιχοζευξία
- μοιχοζευξία, η (Μ) [μοιχοζεύκτης](για τον γάμο τού μοιχού βασιλιά Κωνσταντίνου ΣΤ' με τη Ζωή) γάμος μεταξύ δύο μοιχών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοιχοκοινωνία — μοιχοκοινωνία, ἡ (Μ) σύζευξη, γάμος μοιχού και μοιχαλίδας, μοιχοζευξία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + κοινωνία] … Dictionary of Greek